γλευκίτης

γλευκίτης
γλευκ-ίτης [pron. full] [ῑ] (sc. οἶνος), ου, ,
A = γλεῦκος 1.1, Olymp.in Mete.311.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλευκίτης — γλευκίτης, ο (Μ) [γλεύκος] κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • γλευκίτης — γλευκί̱της , γλευκίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • γλευκίτην — γλευκί̱την , γλευκίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”